- μπουχός
- μπουχός, ο και μουχός, ο(λ. σλαβ.), πυκνό σύννεφο σκόνης, ο κουρνιαχτός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουχός — και μποχός, ο 1. πυκνή αιωρούμενη σκόνη 2. φρ. «έγινε μπουχός» έφυγε τρέχοντας, εξαφανίστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. mŭhŭ] … Dictionary of Greek
μουχός — και μπουχός, ο σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. mŭhŭ] … Dictionary of Greek
μουχός — ο βλ. μπουχός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)